- πλαστογραφούμαι
- πλαστογραφούμαι, πλαστογραφήθηκα, πλαστογραφημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κακοτεχνώ — (Α και κακοτεχνῶ, έω) [κακότεχνος] νεοελλ. 1. κατασκευάζω κάτι κακότεχνα 2. μιμούμαι άτεχνα έργο τέχνης αρχ. 1. ενεργώ με δόλο και πονηρία, μεταχειρίζομαι κακά τεχνάσματα, είμαι πανούργος («κακοτεχνῶν δὲ φαίνει περὶ τὰς διαθήκας», Δημοσθ.) 2.… … Dictionary of Greek